- ιθαγενής
- -ές (ΑΜ ἰθαγενής, -ές Α και επικ. τ. ἰθαιγενής)αυτός που κατάγεται από τη χώρα στην οποία κατοικεί, αυτόχθονος, ντόπιοςαρχ.1. αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, νόμιμος2. γνήσιος («ἰθαγενὲς χρυσίον» — γνήσιος χρυσός)3. φρ. «ἰθαγενὲς κύημα» — κανονικό, φυσιολογικό νεογνό, όχι έκτρωμα4. φρ. «οὐκ ἰθαγενέα στόματα Νείλου ἀλλ' ὀρυκτά» — όχι φυσικά στόμια τού ποταμού, αλλά σκαμμένα, Ηρόδ.5. (για ανέμους) αυτός που πνέει ακριβώς από κάποιο από τα τέσσερα σημεία τού ορίζοντα («ἰθαγενὴς νότος, ζέφυρος»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιθα- + -γενής (< γένος)το α' συνθετικό προέρχεται από το αντωνυμικό θ. *ι- και από το επίθημα -θα, αντιστοιχεί δε ακριβώς προς το αρχ. ινδ. iha και το αβεστ. ida «εδώ» (πρβλ. -θα). Μαρτυρούνται δύο ορθογραφίες τού τ.: ἰθαιγενής και ἰθαγενής, από τις οποίες την πρώτη διασώζει η χειρόγραφη παράδοση, ενώ τη δεύτερη υποστηρίζουν οι αρχ. γραμματικοί. Το -αι- τού τ. ἰθαιγενής μπορεί να οφείλεται είτε σε μετρική έκταση (το ᾱ δηλώθηκε για μετρικούς λόγους με αι), είτε σε αναλογία προς επιρρήματα σε -αι (πρβλ. χαμαί). Ενδέχεται όμως ο τ. ἰθαιγενής να προέρχεται από ἰθαι- και να συνδέεται με τη λ. ἰθαρός «καθάριος, χαρούμενος» (πρβλ. μιαρός - μιαιφόνος). Στη Νέα Ελληνική για τη σημ. «ιθαγενής» χρησιμοποιούνται λ. όπως αυτόχθων, ντόπιος, ενώ η λ. ιθαγενής χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει τους αυτόχθονες τών τόπων εκείνων τους οποίους ανακάλυψαν οι Ευρωπαίοι από τον 15ο αιώνα και μετά. Με αυτή τη χρήση η λ. είναι απόδοση τού γαλλ. indigene «αυτόχθων» (< λατ. indigena), που χρησιμοποιούνταν σε αντιδιαστολή προς το Ευρωπαίος].
Dictionary of Greek. 2013.